- αποδιοπομπούμαι
- ἀποδιοπομποῡμαι (-έομαι) (AM) (Μ κ. -διοπομπώ) [διοπομπούμαι]1. αποδιώχνω το κακό με εξιλαστήρια θυσία2. αφήνω κατά μέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδιοπομποῦμαι — ἀποδιοπομπέομαι escort out of pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀποδιοπομπέομαι escort out of pres ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδιοπομπαίος — α, ο φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» 1. αυτός που αποδιώκεται από τους συνανθρώπους του ως ανεπιθύμητος 2. άτομο στο οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. «αποδιοπομπούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek